απόγραφο

απόγραφο
το [απογράφω]
αντίγραφο, και ιδίως το επικυρωμένο πρώτο αντίγραφο τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απόγραφο — το κυρωμένο αντίγραφο δικαστικού εγγράφου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σηματόγραφο — το, Ν ναυτ. απόγραφο σημάτων, βιβλίο στο οποίο καταγράφονται τα σήματα που δίνονται ή λαμβάνονται σε υπηρεσία τού Πολεμικού Ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + γραφο (< γράφω), πρβλ. χρεώ γραφο. Η λ., στον λόγιο τ. σηματόγραφον, μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”